Thursday, November 1, 2018

Fjalët arvanitiane në kreditë romake ose shqiptare në gjuhën komunale [2011]





Fjalët arvanitiane në kreditë romake ose shqiptare në gjuhën komunale [2011]

http://www.lithoksou.net/p/arbanitikes-lekseis-sta-romaiika-i-albanika-daneia-sti-dimotiki-glossa-2011?fbclid=IwAR0847todTHoPedKDqDAQxA5v8YZwaixc3w1WNwwpGjTWZ0TwTBFB8-Khtg

Tabela e mëposhtme përmbledhë 89 fjalë që konsiderohen kredi shqiptare në gjuhën primare. Unë do të fillojë me mbledhjen e (64 fjalë) të gjuhëtarit gjerman të shekullit të 19 Gustav Meyer, nga Neugriechische Studien (Akademie der Wissenschaften në Wien Philosophisch-Historische Classe, Wien 1894-1895). 

Pasi unë jap në kolona të veçanta edhe fjalët etymologise si shqiptar Andriotis Nikolaos në Etymological Dictionary e moderne greke (edicionit të tretë, Athinë 1983), dhe të Emmanuel Kriaras në Fjalorin e gjuhës moderne greke demotike (Athinë 1995), dhe në fund ato të Fjalorit të Përbashkët moderne greke, Instituti i Studimeve modern grek, Aristoteli Universiteti i Selanikut (1998 Edicioni në internet: Portal për gjuhën greke).


1
αλητάμπουρας: αλήτης + αλβ. berrü «άντρας»; (Γκίνης: burr/ë, άντρας)



Πύλη
2
αμπάριζα: αλβαν. ambarezë, παιδικό παιχνίδι
Meyer
Ανδριώτης
Κριαράς
Πύλη
3
βάλτοςalb. bal’tε < altslovblato (Γκίνης:balt/ë, λάσπη)
Meyer



4
βάρκος: alb. vlakε (Γκίνης: vlag/ë, -a, η υγρασία της γης)
Meyer



5
βλάμης: αλβαν. vlam (Γκίνης: vëllam, -i, αδελφοποιτός)

Ανδριώτης
Κριαράς
Πύλη
6
γερόπλιακος: alb. pl’ak (Γκίνηςplak, παλιός, γέρος)
Meyer



7
γκιόνης: αλβαν. gjon (Γκίνης: gjon, -i)
Meyer
Ανδριώτης
Κριαράς
Πύλη
8
γκιόσα: αλβαν. gjosë, η γριά γίδα
Meyer
Ανδριώτης
Κριαράς

9
γκοριτσιά: αλβαν. goritsë (Γκίνης: gorric/ë, αγριαχλαδιά)
Meyer
Ανδριώτης
Κριαράς

10
γκουντουλώ: alb. gudulis (Γκίνης: gudulis, γαργαλάω)
Meyer



11
γούβα: αλβ. guvë «κοίλωμα», πρβ. βλάχ. guva (Γκίνης: guv/ë, -a, η σπηλιά, η κουφάλα, το βαθούλωμα)

Ανδριώτης

Πύλη
12
δούσκος: alb. dušk (Γκίνης: dush/k, -ku, η βελανιδιά)
Meyer



13
ζουλάπι: αλβαν. zullap (Γκίνης: zullap, -i, το αγρίμι)


Κριαράς
Πύλη
14
ζουπώ: žup
Meyer



15
ζούτσαalb. zutsε, κατακάθι υγρού
Meyer



16
καλαμπόκι: αλβαν. kalambok (Γκίνης: kallamboq, -i)


Κριαράς
Πύλη
17
καλέσσα: alb. kal’šε, ξανθιά προβατίνα
Meyer



18
καρκαλέτσος: αλβ. karkalec (Γκίνης: karkalec, -i, η ακρίδα)
Meyer

Κριαράς
Πύλη
19
κατσίκι: αλβαν. kec (Γκίνης: kec, -i, το κατσίκι)
Meyer
Ανδριώτης
Κριαράς

20
κατσούπι: alb. katšup (Γκίνης: kaçup, -i, το ασκί)
Meyer



21
κοκορέτσι: αλβαν. kokoreci (Γκίνης: kukurec, -i, το κοκορέτσι)

Ανδριώτης
Κριαράς
Πύλη
22
κοπέλα: πιθ. αλβαν. copile


Κριαράς

23
κοπέλι: αλβ. kopil (Γκίνης: kopil, -i, ο υπηρέτης για βαριές δουλειές, το κοπέλι)
Meyer


Πύλη
24
κριτσανίζω: alb. krεtsas
Meyer



25
κρούταalbkεrutεπροβατίνα με κέρατα
Meyer



26
λάιουalblaj, λάγιος, ψαρός
Meyer
Ανδριώτης


27
λιάρος: alb. larε, παρδαλός, πολύχρωμος
Meyer



28
λιαχούριalblakuri, είδος υφάσματος (Γκίνης: lahur, -i, το λαχούρι)
Meyer



29
λουλούδι: αλβ. lule ή λατ. lilium «κρίνο» (Γκίνης: lul/e, το λουλούδι)
Meyer
Ανδριώτης

Πύλη
30
λούμπα: αλβ. luba «λάκκος»



Πύλη
31
λούτσαalblutsε, μούσκεμα (Γκίνης: lucë-a,μούσκεμα)
Meyer



32
μάγκας: αλβ. mangë < τουρκ. manga (Γκίνης: mang/ë , -a, ο μάγκας)



Πύλη
33
μαγούλαalb. magul’ε, ο λόφος
Meyer
Ανδριώτης


34
μαρκαλίζω: αλβαν. marrkal, βατεύω

Ανδριώτης
Κριαράς
Πύλη
35
μαρμάγκα: αλβ. merimangë (Γκίνης: merimang/ë, η αράχνη)


Κριαράς
Πύλη
36
μελίγκρα: αρχ. μελίκηρα, πρβ. αλβ. milingre



Πύλη
37
μούρσιαalbmor (Γκίνης: morr, -in ψείρα)
Meyer



38
μπάκα: αλβ. baka «η κοιλιά» (Γκίνης: bar/k, -u, η κοιλιά)



Πύλη
39
μπάλιοςalbbalošάσπρος, αλλά και παρδαλός
Meyer



40
μπαμπέσης: αλβαν. pabesë, άπιστος (Γκίνης: pabës/ë)

Ανδριώτης
Κριαράς
Πύλη
41
μπας: alb. mbase, μήπως (Γκίνης: mbase, ίσως, πιθανόν)
Meyer
Ανδριώτης


42
μπάστοalbbašto, μπάσταρδος
Meyer



43
μπέσα: αλβαν. besa (Γκίνης: bes/ë, -a, ο λόγος τιμής)
Meyer
Ανδριώτης
Κριαράς
Πύλη
44
μπλετσώνω: alb. blεndzε, χορταίνω
Meyer



45
μπλιούριalbmblon, γεμάτο
Meyer



46
μποκρίλες: alb. bokεri, άγονοι τόποι
Meyer



47
μπομπότα: αλβ. bobot ; 



Πύλη
48
μπουλούκι: αλβ. buluk < τουρκ. bölük «στρατιωτικό απόσπασμα»



Πύλη
49
μπούμπα: alb. bubε, μπούμπουρας, μπούρμπουλας (Γκίνης: bubë  -a , το ζωύφιο)
Meyer



50
μπουσουλώ: αλβ. bishulla «με τα τέσσερα» ή βλάχ. bušulunda «αρκουδίζοντας»



Πύλη
51
μπουχαρί: alb. buhar, καμινάδα
Meyer



52
ντρόμιζες: alb. dromtsε, είδος ζυμαρικού
Meyer



53
πάι: alb. pal’e (Γκίνης: pal/ë, -a, η δίπλα, η πιέτα,)
Meyer



54
παραδάγγαλο: alb. dange, βουβώνας
Meyer



55
πέτα: alb. petε, είδος ζυμαρικού
Meyer



56
πίπιζα: αλβαν. pipëza (Γκίνης: pipëz -a, τσαμπούνα)

Ανδριώτης
Κριαράς
Πύλη
57
πλιάτσικο: αλβαν. plaçkë (Γκίνης: plaçkit, λαφυραγωγώ)

Ανδριώτης
Κριαράς
Πύλη
58
προυτσαλίζω: pertsel’is (Γκίνης: përcëlloj, καψαλίζω)
Meyer



59
ρέπιτα: alb. rεpitε, απόκρημνα μέρη (Γκίνης: rreptë, τραχύς)
Meyer



60
σβέρκος: αλβαν. zverk (Γκίνης: zver/k, -ku, ο σβέρκος)
Meyer
Ανδριώτης
Κριαράς
Πύλη
61
σέγκι: alb. šeng (Γκίνης: shenj/ë, -a, το σημάδι, ο στόχος)
Meyer



62
σελίπα: alb. sεlibε, βραχνάς
Meyer



63
σιάρκα: alb. šarkε, (Γκίνης: shar/k, -u, η φλοκάτα, η κάπα των βοσκών)
Meyer



64
σιγκούνι: αλβαν. shegun (Γκίνης: shegun/e, -ja, η σεγκούνα, το σιγκούνι, γυναικείο πανωφόρι)
Meyer
Ανδριώτης
Κριαράς
Πύλη
65
σιουμαλίζω: alb. šumε (Γκίνης: shum/ë, -a, το άθροισμα)
Meyer



66
σιούτους: alb. šut, χωρίς κέρατα
Meyer



67
σκόπι: alb. škop (Γκίνης: shkop, -i, το ραβδί, η μαγκούρα)
Meyer



68
σκούμπα: alb. škumbε, το πρωτοράκι
Meyer



69
σκουρτίζω: alb. škurtε
Meyer



70
σκραπατώ: alb. škrep (Γκίνης: shkrep, ανάβω, σπινθηρίζω)
Meyer



71
σκρούμος: alb. škrump, λειχήνας ή καμένο μαλλί
Meyer



72
σόκος: alb. šok, παλληκαράς
Meyer



73
σπέρα: alb. špetε, μεγάλη τρύπα (Γκίνης: shpell/ë, η σπηλιά)
Meyer



74
σπρούζα: alb. špuzε (Γκίνης: prush, -i, η αθρακιά, η θράκα)
Meyer



75
στόκη: alb. štok, άνθη κουφοξυλιάς
Meyer



76
τάτσι μίτσι κότσι: ίσως < αλβ. αντίστοιχα των Tάσος, Mήτσος, Kώτσος



Πύλη
77
τρίλιζα: ιταλ. triglia, μέσω της αλβανικής, παιδικό παιχνίδι



Πύλη
78
τσιάπος: alb. tsjap (Γκίνης: cjap, -i, ο τράγος)
Meyer



79
τσιούμα: alb. tšumε, πέτρινο γουδί
Meyer



80
τσίφτης: αλβ. qift «γεράκι» (Γκίνης: qift, -i, τσίφτης, ψαλιδάρης)



Πύλη
81
τσόρα: alb. džore, γκλίτσα
Meyer



82
τσουνί: αλβαν. tşuni, το τσουτσούνι, από «το αγόρι» (Γκίνης: çun, -i, το αγόρι)



Πύλη
83
τσούπρα & τσούπα: αλβαν. çupëri  (Γκίνης: çup/ë, -a, η κοπέλλα, το κορίτσι)
Meyer
Ανδριώτης

Πύλη
84
φάρα: αλβαν. fara, η γενιά (Γκίνης: farë far/ë, -a, ο σπόρος)

Ανδριώτης
Κριαράς
Πύλη
85
φέρμελη: αλβ. fermelé, κεντητό γιλέκο
Meyer
Ανδριώτης

Πύλη
86
φλετουράω: alb. fluturon (flutur/oj, πετώ)
Meyer



87
φλογέρα: αλβαν. flojerë 

Ανδριώτης

Πύλη
88
φρουμανίζω: alb. frümε, ρουθουνίζω (Γκίνης: frym/ë, η ανάσα)
Meyer



89
χουμπώνω: alb. hump, χώνω
Meyer





 
Μ

No comments:

Post a Comment